οξύπους

οξύπους
-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη τού βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + πούς (πρβλ. ταχύπους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀξύπους — with pointed mouth masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύποδας — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύποδες — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύποδος — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύπουν — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VERTAGUS — nomen canis leporarii, qui et Gallicus et Laconicus dicitur. In L. Sal. argutarius canis vel acutarius, quasi ὀξύπους. Alias Vertragus, Vertraus, Vertrus et Veltrus: quâ postremâ voce infima aetas appellavit, qui superiori Vertagi; atque ita in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”